κατεσχόλαζε

κατεσχόλαζε
κατασχολάζω
pass the time in idleness
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασχολάζω — (AM) μσν. θέτω τέρμα σε κάτι αρχ. 1. περνώ τον καιρό μου σε αργία, σε απραξία, μένω αργός, βραδύνω, αργοπορώ, απρακτώ 2. διαμένω, περνώ τον καιρό μου κάπου 3. περνώ τον καιρό μου κακολογώντας κάποιον («κατεσχόλαζε τής Γναθαινίου λέγων», αντί:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”